χήλευσις

χήλευσις
-ηλεύσεως, ἡ, Α [χηλεύω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χηλεύω, πλέξη, πλέξιμο, ιδίως διχτιών
2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλεύσεις
πλέξεις».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”